Ουσιαστικό

επεξεργασία

fio (eo)

  1. φρίκη, βδέλυγμα
  2. το γράμμα φι



  Ετυμολογία

επεξεργασία
fio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bheu-

fio (ενεργητική φωνή: facio)

  1. γίνομαι
  2. συμβαίνω