filming
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
filming | filmings |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfilming (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαfilming (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του film
ενικός | πληθυντικός |
filming | filmings |
filming (en)
filming (en)