ενικός         πληθυντικός  
filler fillers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
filler < fill + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

filler (en)

  • (γλωσσολογία) η λέξη χωρίς συγκεκριμένη σημασία, όταν ο ομιλητής προσπαθεί να βρει καλύτερη διατύπωση της σκέψης του ή, ειδικότερα, όταν προσπαθεί να θυμηθεί τη συνέχεια ενός κειμένου που το εκφωνεί από μνήμης.
    ⮡  In this example, “uh” is the filler: -Why didn’t you study? -Uh… I forgot!
    Σε αυτό το παράδειγμα «εεε» είναι το filler: -Γιατί δεν σπούδασες; -Εεε… το ξέχασα!
     συνώνυμα: filled pause

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • filler - Cambridge Dictionary online