filled pause
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
filled pause | filled pauses |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
filled pause (en)
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη filler
ενικός | πληθυντικός |
filled pause | filled pauses |
filled pause (en)