fiereco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fiereco | fierecoj |
αιτιατική | fierecon | fierecojn |
fiereco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fiereco | fierecoj |
αιτιατική | fierecon | fierecojn |
fiereco (eo)