fianĉiĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fianĉiĝo | fianĉiĝoj |
αιτιατική | fianĉiĝon | fianĉiĝojn |
fianĉiĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fianĉiĝo | fianĉiĝoj |
αιτιατική | fianĉiĝon | fianĉiĝojn |
fianĉiĝo (eo)