fiŝkaptisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fiŝkaptisto | fiŝkaptistoj |
αιτιατική | fiŝkaptiston | fiŝkaptistojn |
fiŝkaptisto (eo)
- ο ψαράς
Άλλες γραφές
επεξεργασία- fishkaptisto στο H-sistemo
- fisxkaptisto στο X-sistemo