Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fervorulo < fervor + -ul- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική fervorulo fervoruloj
αιτιατική fervorulon fervorulojn

fervorulo (eo)

la fervoruloj de la reformo
οι φλογεροί υποστηρικτές της μεταρρύθμισης