fervojo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fervojo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fervojo | fervojoj |
αιτιατική | fervojon | fervojojn |
fervojo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fervojo | fervojoj |
αιτιατική | fervojon | fervojojn |
fervojo (eo)