ferro
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ferro < (κληρονομημένο) λατινική ferrum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαferro (it) αρσενικό (πληθυντικός: ferros)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: σίδηρος (Fe)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ferro: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαferro (it)
Πηγές
επεξεργασία- ferro (σίδηρος), αναζήτηση: ferro - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).