fermplato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fermplato | fermplatoj |
αιτιατική | fermplaton | fermplatojn |
fermplato (eo)
- το καπάκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fermplato | fermplatoj |
αιτιατική | fermplaton | fermplatojn |
fermplato (eo)