fenestro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fenestro | fenestroj |
αιτιατική | fenestron | fenestrojn |
fenestro (eo)
- το παράθυρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fenestro | fenestroj |
αιτιατική | fenestron | fenestrojn |
fenestro (eo)