Ετυμολογία

επεξεργασία

felicity < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική felicite < λατινική fēlīcitās (ευτυχία, γονιμότητα, καλοτυχία) < fēlix (χαρούμενος, ευνοϊκός, καλότυχος, γόνιμος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeh₁(y)- (θηλάζω, φροντίζω) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fəˈlɪsɪti/

  Επίθετο

επεξεργασία

felicity (en)

  • ευτυχία
    she's in a state of felicity after her girlfriend proposed to her - βρίσκεται σε κατάσταση ευτυχίας αφότου η κοπέλα της της έκανε πρόταση γάμου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. felicity - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)