feŭdo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | feŭdo | feŭdoj |
αιτιατική | feŭdon | feŭdojn |
feŭdo (eo)
- το φέουδο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | feŭdo | feŭdoj |
αιτιατική | feŭdon | feŭdojn |
feŭdo (eo)