fasono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fasono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fasono | fasonoj |
αιτιατική | fasonon | fasonojn |
fasono (eo)
- το πατρόν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fasono | fasonoj |
αιτιατική | fasonon | fasonojn |
fasono (eo)