fasmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fasmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fasmo | fasmoj |
αιτιατική | fasmon | fasmojn |
fasmo (eo)
- το φάσμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fasmo | fasmoj |
αιτιατική | fasmon | fasmojn |
fasmo (eo)