farmakopeo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- farmakopeo < farmakope- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farmakopeo | farmakopeoj |
αιτιατική | farmakopeon | farmakopeojn |
farmakopeo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farmakopeo | farmakopeoj |
αιτιατική | farmakopeon | farmakopeojn |
farmakopeo (eo)