farbo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- farbo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farbo | farboj |
αιτιατική | farbon | farbojn |
farbo (eo)
- το χρώμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farbo | farboj |
αιτιατική | farbon | farbojn |
farbo (eo)