Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

familialisme < familial + -isme < λατινική familia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
familialisme familialismes

familialisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη famille