πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική famafamaj
αιτιατική famanfamajn

Ετυμολογία

επεξεργασία
fama < fam- + -a

fama (eo)

  • διάσημος
      li estas fama poeto - είναι διάσημος ποιητής