falsaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | falsaĵo | falsaĵoj |
αιτιατική | falsaĵon | falsaĵojn |
falsaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | falsaĵo | falsaĵoj |
αιτιατική | falsaĵon | falsaĵojn |
falsaĵo (eo)