fako
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fako | fakoj |
αιτιατική | fakon | fakojn |
fako (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fako | fakoj |
αιτιατική | fakon | fakojn |
fako (eo)