fajromaniulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fajromaniulo | fajromaniuloj |
αιτιατική | fajromaniulon | fajromaniulojn |
fajromaniulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fajromaniulo | fajromaniuloj |
αιτιατική | fajromaniulon | fajromaniulojn |
fajromaniulo (eo)