facial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfacial (en)
- που αναφέρεται στο πρόσωπο, προσωπικός
- facial massage - μασάζ στο πρόσωπο
- facial expression - οι εκφράσεις του προσώπου
- facial nerve - το προσωπικό νεύρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfacial (en)
- η περιποίηση προσώπου
- (αργκό) απαγορευμένο χτύπημα στο πρόσωπο σε αγώνα
- (χυδαίο) η εκσπερμάτωση στο πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | facial | faciaux |
θηλυκό | faciale | faciales |
facial (fr)
- που αναφέρεται στο πρόσωπο, προσωπικός