faŭko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- faŭko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faŭko | faŭkoj |
αιτιατική | faŭkon | faŭkojn |
faŭko (eo)
- το βάραθρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faŭko | faŭkoj |
αιτιατική | faŭkon | faŭkojn |
faŭko (eo)