Ετυμολογία

επεξεργασία
f-bomb < f (συντομογραφή του fuck) + bomb (μαρτυρείται από το 1988)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈef-ˌbäm/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

f-bomb (en) (νεολογισμός)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Βλ. f-bomb, Μerriam-Webster.com: «First Known Use of f-bomb 1988»· πρόσβαση: 2020-01-20.
  2. Βλ. f-bomb, Cambridge Dictionary: «mainly US»· πρόσβαση: 2020-01-20.