Δείτε επίσης: exuberant

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό exubérant exubérants
θηλυκό exubérante exubérantes

  Επίθετο επεξεργασία

exubérant (fr)

  1. (για ανθρώπους) εξαιρετικά ενεργητικός και ενθουσιώδης, κεφάτος, πληθωρικός
  2. (για πράγματα) που χαρακτηρίζεται από αφθονία, πληθωρικός, υπεράφθονος