explorata
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του exploratus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του exploratus