Ουσιαστικό

επεξεργασία

excommunication (en)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
excommunication < escomination < εκκλησιαστική λατινική excommunicatio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛks.kɔ.my.ni.ka.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
excommunication excommunications

excommunication (fr) θηλυκό

  1. ο αφορισμός (από την Εκκλησία)
  2. (μεταφορικά) ο αποκλεισμός από μια ομάδα

Συγγενικά

επεξεργασία