excommunication
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαexcommunication (en)
- ο αφορισμός (από την Εκκλησία)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- excommunication < escomination < εκκλησιαστική λατινική excommunicatio
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
excommunication | excommunications |
excommunication (fr) θηλυκό
- ο αφορισμός (από την Εκκλησία)
- (μεταφορικά) ο αποκλεισμός από μια ομάδα