Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

excipient < λατινική excipiens < excipere (δέχομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
excipient excipients

excipient (fr) αρσενικό