excipient
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
excipient | excipients |
excipient (fr) αρσενικό
- (φαρμακευτική) ουδέτερη ουσία ενός φαρμάκου που διευκολύνει την κατάποσή του
ενικός | πληθυντικός |
excipient | excipients |
excipient (fr) αρσενικό