evitenda
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | evitenda | evitendaj |
αιτιατική | evitendan | evitendajn |
evitenda (eo)
- προς αποφυγή, που πρέπει να αποφευχθεί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | evitenda | evitendaj |
αιτιατική | evitendan | evitendajn |
evitenda (eo)