etiologio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etiologio | etiologioj |
αιτιατική | etiologion | etiologiojn |
etiologio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etiologio | etiologioj |
αιτιατική | etiologion | etiologiojn |
etiologio (eo)