etiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etiko | etikoj |
αιτιατική | etikon | etikojn |
etiko (eo)
- η ηθική
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etiko | etikoj |
αιτιατική | etikon | etikojn |
etiko (eo)