estonino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- estonino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estonino | estoninoj |
αιτιατική | estoninon | estoninojn |
estonino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estonino | estoninoj |
αιτιατική | estoninon | estoninojn |
estonino (eo)