estinteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estinteco | estintecoj |
αιτιατική | estintecon | estintecojn |
estinteco (eo)
- το παρελθόν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estinteco | estintecoj |
αιτιατική | estintecon | estintecojn |
estinteco (eo)