estimo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- estimo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estimo | estimoj |
αιτιατική | estimon | estimojn |
estimo (eo)
- η εκτίμηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estimo | estimoj |
αιτιατική | estimon | estimojn |
estimo (eo)