estetiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- estetiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estetiko | estetikoj |
αιτιατική | estetikon | estetikojn |
estetiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estetiko | estetikoj |
αιτιατική | estetikon | estetikojn |
estetiko (eo)