ermito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ermito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ermito | ermitoj |
αιτιατική | ermiton | ermitojn |
ermito (eo)
- ο ερημίτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ermito | ermitoj |
αιτιατική | ermiton | ermitojn |
ermito (eo)