epidemio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epidemio | epidemioj |
αιτιατική | epidemion | epidemiojn |
epidemio (eo)
- η επιδημία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epidemio | epidemioj |
αιτιατική | epidemion | epidemiojn |
epidemio (eo)