enzimo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- enzimo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enzimo | enzimoj |
αιτιατική | enzimon | enzimojn |
enzimo (eo)
- το ένζυμο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enzimo | enzimoj |
αιτιατική | enzimon | enzimojn |
enzimo (eo)