environnant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- environnant < environ
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | environnant | environnants |
θηλυκό | environnante | environnantes |
environnant (fr)
- που τριγυρίζει, που βρίσκεται ολόγυρα, περιβάλλων