entombigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | entombigo | entombigoj |
αιτιατική | entombigon | entombigojn |
entombigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | entombigo | entombigoj |
αιτιατική | entombigon | entombigojn |
entombigo (eo)