entajpado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | entajpado | entajpadoj |
αιτιατική | entajpadon | entajpadojn |
entajpado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | entajpado | entajpadoj |
αιτιατική | entajpadon | entajpadojn |
entajpado (eo)