ενικός         πληθυντικός  
ensorcellement ensorcellements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ensorcellement (fr) αρσενικό

  1. τα μάγια, το ξόρκι
  2. (μεταφορικά) η ακατανίκητη γοητεία

Συγγενικά

επεξεργασία