ensorcellement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ensorcellement | ensorcellements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαensorcellement (fr) αρσενικό
- τα μάγια, το ξόρκι
- (μεταφορικά) η ακατανίκητη γοητεία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ensorceler
ενικός | πληθυντικός |
ensorcellement | ensorcellements |
ensorcellement (fr) αρσενικό