ensemblo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ensemblo | ensembloj |
αιτιατική | ensemblon | ensemblojn |
ensemblo (eo)
- το σύνολο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ensemblo | ensembloj |
αιτιατική | ensemblon | ensemblojn |
ensemblo (eo)