enrigardo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enrigardo | enrigardoj |
αιτιατική | enrigardon | enrigardojn |
enrigardo (eo)
- η ματιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enrigardo | enrigardoj |
αιτιατική | enrigardon | enrigardojn |
enrigardo (eo)