enregistreur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enregistreur | enregistreurs |
θηλυκό | enregistreuse | enregistreuses |
Επίθετο επεξεργασία
enregistreur (fr)
- (για συσκευές) καταγραφικός
- (μεταφορικά) λέγεται για κάθε δείκτη που δείχνει μια τάση