enhava
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enhava | enhavaj |
αιτιατική | enhavan | enhavajn |
enhava (eo)
- που περιέχει
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enhava | enhavaj |
αιτιατική | enhavan | enhavajn |
enhava (eo)