encefalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | encefalo | encefaloj |
αιτιατική | encefalon | encefalojn |
encefalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | encefalo | encefaloj |
αιτιατική | encefalon | encefalojn |
encefalo (eo)