emuo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | emuo | emuoj |
αιτιατική | emuon | emuojn |
emuo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | emuo | emuoj |
αιτιατική | emuon | emuojn |
emuo (eo)